σχεδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχεδία οι σχεδίες
      γενική της σχεδίας των σχεδιών
    αιτιατική τη σχεδία τις σχεδίες
     κλητική σχεδία σχεδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχεδία < αρχαία ελληνική σχεδία < σχέδιος < σχεδόν

Προφορά

ΔΦΑ : /sçeˈði.a/
Ο διάσημος πίνακας του Ζερικώ «Η Σχεδία της Μέδουσας» (1818-1819)

Ουσιαστικό

σχεδία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.