αιφνιδιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιφνιδιαστικός η αιφνιδιαστική το αιφνιδιαστικό
      γενική του αιφνιδιαστικού της αιφνιδιαστικής του αιφνιδιαστικού
    αιτιατική τον αιφνιδιαστικό την αιφνιδιαστική το αιφνιδιαστικό
     κλητική αιφνιδιαστικέ αιφνιδιαστική αιφνιδιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιφνιδιαστικοί οι αιφνιδιαστικές τα αιφνιδιαστικά
      γενική των αιφνιδιαστικών των αιφνιδιαστικών των αιφνιδιαστικών
    αιτιατική τους αιφνιδιαστικούς τις αιφνιδιαστικές τα αιφνιδιαστικά
     κλητική αιφνιδιαστικοί αιφνιδιαστικές αιφνιδιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιφνιδιαστικός < αιφνιδιάζω

Επίθετο

αιφνιδιαστικός

  1. που αφορά τον αιφνιδιασμό
  2. που γίνεται με σκοπό τον αιφνιδιασμό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.