προμελέτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προμελέτη | οι | προμελέτες |
| γενική | της | προμελέτης | των | προμελετών |
| αιτιατική | την | προμελέτη | τις | προμελέτες |
| κλητική | προμελέτη | προμελέτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμελέτη (μαρτυρείται από το 1856)[1]< (απόδοση) γαλλική préméditation[2]
Ουσιαστικό
προμελέτη θηλυκό
- προσχέδιο, προκαταρκτική μελέτη, σχεδιασμός μιας μελέτης
- ο εκ των προτέρων σχεδιασμός μιας αξιόποινης ενέργειας
Εκφράσεις
Συγγενικά
- προμελετώ
- προμελετημένα (επίρρημα)
Αναφορές
- σελ. 848, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- προμελέτη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προμελέτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.