περιστασιακά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
περιστασιακά
<
περιστασιακός
Επίρρημα
περιστασιακά
σε ορισμένες
περιστάσεις
Μεταφράσεις
περιστασιακά
αγγλικά
:
occasionally
(en)
γαλλικά
:
occasionnellement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περιστασιακά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
περιστασιακό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.