βολάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βολάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική volant, ουσιαστικοποιημένη μετοχή του voler (να πετάω)

Προφορά

ΔΦΑ : /voˈlan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βολάν

Ουσιαστικό

βολάν ουδέτερο άκλιτο

  1. (μηχανολογία)
    1. το τιμόνι του αυτοκινήτου
        Μην ξεχνάτε πως δικό μου ήταν το αυτοκίνητο που σας χτύπησε και πως εγώ κρατούσα το βολάν του. Θέλετε να βρεθώ εξαιτίας σας στη φυλακή;
      Γιάννης Μαρής (1959) Επικίνδυνο καλοκαίρι [νουβέλα]
    2. εξάρτημα με το οποίο επιτυγχάνεται η αύξηση της ροπής αδράνειας σε συγκεκριμμένα σημεία ενός συστήματος μετάδοσης κίνησης
       συνώνυμα: ο σφόνδυλος
  2. (μόδα) ο φραμπαλάς στα ρούχα
      Η κασμιρένια εσάρπα της, που η άκρη της άγγιζε το έδαφος, άφηνε να φαίνονται από τα πλάγια τα μεγάλα βολάν ενός μεταξωτού φορέματος και το χοντρό μανσόν που έκρυβε τα χέρια της και που το ακουμπούσε στο στήθος της ήταν τυλιγμένο μέσα σε τόσο επιδέξια τακτοποιημένες πτυχές, που το μάτι, όσο απαιτητικό κι αν ήταν, δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στο περίγραμμά του
    Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), H κυρία με τις καμέλιες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση:Ρένα Χατχούτ, σελ. 21, 2011

Μεταφράσεις

= Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.