σφραγίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σφρᾱγῑδ-
ονομαστική σφραγίς αἱ σφραγῖδες
      γενική τῆς σφραγῖδος τῶν σφραγίδων
      δοτική τῇ σφραγῖδ ταῖς σφραγῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σφραγῖδ τὰς σφραγῖδᾰς
     κλητική ! σφραγίς* σφραγῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφραγῖδε
γεν-δοτ τοῖν  σφραγίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφραγίς (τεχνικός όρος) < αβέβαιης ετυμολογίας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σφραγίς, -ῖδος θηλυκό

  1. σφραγίδα, βασιλική σφραγίδα, δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο
  2. το αποτύπωμα σφραγίδας ή σφραγιδόλιθου

  • ιωνικός τύπος: σφρηγίς

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
σφραγιδ- 

παράγωγα και σύνθετα

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.