σφήκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφήκα | οι | σφήκες |
| γενική | της | σφήκας | των | σφηκών |
| αιτιατική | τη | σφήκα | τις | σφήκες |
| κλητική | σφήκα | σφήκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια σφήκα
Ετυμολογία
σφήκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφήκα και σφήγκα < αρχαία ελληνική σφήξ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsfi.ka/
Ουσιαστικό
σφήκα θηλυκό
- (έντομο) είδος εντόμου της τάξης Υμενόπτερα (λατινικά: Hymenoptera) με φαρμακερό κεντρί και με κίτρινες και μαύρες ρίγες
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σφήκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.