υμενόπτερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υμενόπτερα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υμενόπτερα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.