σφήξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σφηκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | σφήξ | οἱ | σφῆκες | |
| γενική | τοῦ | σφηκός | τῶν | σφηκῶν | |
| δοτική | τῷ | σφηκῐ́ | τοῖς | σφηξῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | σφῆκᾰ | τοὺς | σφῆκᾰς | |
| κλητική ὦ! | σφήξ | σφῆκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφῆκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφηκοῖν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σφήξ < κατάληξη -ήξ. Εκδοχές ετυμολόγσης: → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφήξ θηλυκό
- (έντομο) η σφήκα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 259 (στίχοι 259-262)
- αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο | εἰνοδίοις, οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες, | αἰεὶ κερτομέοντες, ὁδῷ ἔπι οἰκί᾽ ἔχοντας, | νηπίαχοι· ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσι.
- Κι εχύνονταν ορμητικά, καθώς πετιούνται οι σφήκες | που την φωλιά τους έστησαν παράμερα του δρόμου, | που, ως συνηθούν, ανόητα παιδιά τες ερεθίζουν | και απ᾽ αγνωσιά τους προξενούν κακό πολλών ανθρώπων·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο | εἰνοδίοις, οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες, | αἰεὶ κερτομέοντες, ὁδῷ ἔπι οἰκί᾽ ἔχοντας, | νηπίαχοι· ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 167 (στίχοι 167-170)
- οἱ δ᾽, ὥς τε σφῆκες μέσον αἰόλοι ἠὲ μέλισσαι | οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἔπι παιπαλοέσσῃ, | οὐδ᾽ ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, ἀλλὰ μένοντες | ἄνδρας θηρητῆρας ἀμύνονται περὶ τέκνων,
- Και ωσάν σφήκες ή μέλισσες με ζώσιν λυγισμένην | εις δρόμον κτίσαν πτερωτόν την θολωτήν οικίαν | και αν έλθουν άνδρες κυνηγοί δεν φεύγουν αλλά μένουν | και από τον βράχον πολεμούν να σώσουν τα παιδιά των,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽, ὥς τε σφῆκες μέσον αἰόλοι ἠὲ μέλισσαι | οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἔπι παιπαλοέσσῃ, | οὐδ᾽ ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, ἀλλὰ μένοντες | ἄνδρας θηρητῆρας ἀμύνονται περὶ τέκνων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 259 (στίχοι 259-262)
- δωρικός τύπος : σφάξ
Πηγές
- σφήξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφήξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.