σφηκοφωλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφηκοφωλιά οι σφηκοφωλιές
      γενική της σφηκοφωλιάς των σφηκοφωλιών
    αιτιατική τη σφηκοφωλιά τις σφηκοφωλιές
     κλητική σφηκοφωλιά σφηκοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σφηκοφωλιά με μερικούς της κατοίκους

Ετυμολογία

σφηκοφωλιά < σφήκ(α) + -ο- + φωλιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sfi.ko.foˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφηκοφωλιά

Ουσιαστικό

σφηκοφωλιά θηλυκό

  1. φωλιά την οποία οι σφήκες φτιάχνουν από φυτικές ίνες, κυρίως μασημένο ξύλο
  2. (μεταφορικά) κύκλος ανθρώπων οι οποίοι συνήθως αναπτύσσουν ύποπτη δράση

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • σφηκοφωλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.