σφηκοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφηκοφωλιά | οι | σφηκοφωλιές |
| γενική | της | σφηκοφωλιάς | των | σφηκοφωλιών |
| αιτιατική | τη | σφηκοφωλιά | τις | σφηκοφωλιές |
| κλητική | σφηκοφωλιά | σφηκοφωλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια σφηκοφωλιά με μερικούς της κατοίκους
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfi.ko.foˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφη‐κο‐φω‐λιά
Ουσιαστικό
σφηκοφωλιά θηλυκό
- φωλιά την οποία οι σφήκες φτιάχνουν από φυτικές ίνες, κυρίως μασημένο ξύλο
- (μεταφορικά) κύκλος ανθρώπων οι οποίοι συνήθως αναπτύσσουν ύποπτη δράση
Αναφορές
- σφηκοφωλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σφηκοφωλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.