σφίγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφίγγα οι σφίγγες
      γενική της σφίγγας των σφιγγών
    αιτιατική τη σφίγγα τις σφίγγες
     κλητική σφίγγα σφίγγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφίγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σφίγξ από την αιτιατική Σφίγγα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfiŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφίγγα

Ουσιαστικό

σφίγγα θηλυκό

  1. (μυθολογία)  δείτε τη λέξη Σφίγγα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που δεν εκφράζει καθαρά τις απόψεις του
     συνώνυμα: αινιγματικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.