στείχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατάω, προχωρώ -εύτακτα-). Συγγενή: πρωτογερμανική *stīganąro (ανεβαίνω, σκαρφαλώνω προς τα πάνω) > γερμανική steigen (ανεβαίνω), σερβοκροατικά сти̏гнути (stȉgnutik, έρχομαι).
Για τη μεταπτωτική βαθμίδα *stóygʰ-, δείτε στοῖχος. Για τη μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ-, δείτε στίχος.[1]

Ρήμα

στείχω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή) (ποιητικός τύπος, επικός τύπος)

  1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω
  2. βαδίζω σε σειρά, σε στοίχους, πάω σε πόλεμο
  3. φεύγω, αποχωρώ

Παράγωγα

μεταπτωτική βαθμίδα *stóygʰ-

  •  δείτε τη λέξη στοῖχος & παράγωγα, απόγονοι

μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ-

  •  δείτε τη λέξη στίχος & παράγωγα, απόγονοι
  • στίχες

Σύνθετα

  • ἀναστείχω
  • ἀποστείχω
  • διαστείχω
  • εἰστείχω
  • ἐπιστείχω
  • καταστείχω
  • μεταστείχω
  • παραστείχω
  • περιστείχω
  • προσεπιστείχω
  • προσστείχω
  • προστείχω
  • συστείχω
  • ὑπερστείχω
  • ὑποστείχω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Αναφορές

  1. s.v. «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.