συσταχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συσταχωμένος | η | συσταχωμένη | το | συσταχωμένο |
| γενική | του | συσταχωμένου | της | συσταχωμένης | του | συσταχωμένου |
| αιτιατική | τον | συσταχωμένο | τη | συσταχωμένη | το | συσταχωμένο |
| κλητική | συσταχωμένε | συσταχωμένη | συσταχωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συσταχωμένοι | οι | συσταχωμένες | τα | συσταχωμένα |
| γενική | των | συσταχωμένων | των | συσταχωμένων | των | συσταχωμένων |
| αιτιατική | τους | συσταχωμένους | τις | συσταχωμένες | τα | συσταχωμένα |
| κλητική | συσταχωμένοι | συσταχωμένες | συσταχωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
συσταχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσταχώνω: βιβλιοδετημένος μαζί
- Ο δεύτερος τόμος είναι συσταχωμένος με το έργο του Ψυχάρη, Ρόδα και Μήλα. (*)
Μεταφράσεις
συσταχωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.