συσταχώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσταχώνω < συν- + σταχώνω < μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχυ
Ρήμα
συσταχώνω (παθητική φωνή: συσταχώνομαι)
- (παρωχημένο) βιβλιοδετώ μαζί
- Επίσης σε έξι από τους τόμους αυτούς ο ανώνυμος Παντοκρατορινός ανακαινιστής των μέσων του 16ου αιώνα, που αναφέραμε, πρόσθεσε το κτητορικά σημείωμα της Μονής, ενίοτε δε και πίνακα περιεχομένων, ή αναπλήρωσε τμήματα του κειμένου που είχαν εκπέσει, συσταχώνοντας νέα φύλλα, εργασίες που πρέπει να έγιναντην εποχή της βιβλιοδέτησης τους. (*)
Συγγενικά
- συσταχωμένος
- → δείτε τις λέξεις σταχώνω και στάχυ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσταχώνω | συστάχωνα | θα συσταχώνω | να συσταχώνω | συσταχώνοντας | |
| β' ενικ. | συσταχώνεις | συστάχωνες | θα συσταχώνεις | να συσταχώνεις | συστάχωνε | |
| γ' ενικ. | συσταχώνει | συστάχωνε | θα συσταχώνει | να συσταχώνει | ||
| α' πληθ. | συσταχώνουμε | συσταχώναμε | θα συσταχώνουμε | να συσταχώνουμε | ||
| β' πληθ. | συσταχώνετε | συσταχώνατε | θα συσταχώνετε | να συσταχώνετε | συσταχώνετε | |
| γ' πληθ. | συσταχώνουν(ε) | συστάχωναν συσταχώναν(ε) |
θα συσταχώνουν(ε) | να συσταχώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συστάχωσα | θα συσταχώσω | να συσταχώσω | συσταχώσει | ||
| β' ενικ. | συστάχωσες | θα συσταχώσεις | να συσταχώσεις | συστάχωσε | ||
| γ' ενικ. | συστάχωσε | θα συσταχώσει | να συσταχώσει | |||
| α' πληθ. | συσταχώσαμε | θα συσταχώσουμε | να συσταχώσουμε | |||
| β' πληθ. | συσταχώσατε | θα συσταχώσετε | να συσταχώσετε | συσταχώστε | ||
| γ' πληθ. | συστάχωσαν συσταχώσαν(ε) |
θα συσταχώσουν(ε) | να συσταχώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συσταχώσει | είχα συσταχώσει | θα έχω συσταχώσει | να έχω συσταχώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συσταχώσει | είχες συσταχώσει | θα έχεις συσταχώσει | να έχεις συσταχώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συσταχώσει | είχε συσταχώσει | θα έχει συσταχώσει | να έχει συσταχώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσταχώσει | είχαμε συσταχώσει | θα έχουμε συσταχώσει | να έχουμε συσταχώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συσταχώσει | είχατε συσταχώσει | θα έχετε συσταχώσει | να έχετε συσταχώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσταχώσει | είχαν συσταχώσει | θα έχουν συσταχώσει | να έχουν συσταχώσει |
| |
Μεταφράσεις
συσταχώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.