συσταχώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συσταχώνω < συν- + σταχώνω < μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχυ

Ρήμα

συσταχώνω (παθητική φωνή: συσταχώνομαι)

  • (παρωχημένο) βιβλιοδετώ μαζί
    Επίσης σε έξι από τους τόμους αυτούς ο ανώνυμος Παντοκρατορινός ανα­καινιστής των μέσων του 16ου αιώνα, που αναφέραμε, πρόσθεσε το κτητορικά σημεί­ωμα της Μονής, ενίοτε δε και πίνακα περιεχομένων, ή αναπλήρωσε τμήματα του κει­μένου που είχαν εκπέσει, συσταχώνοντας νέα φύλλα, εργασίες που πρέπει να έγιναντην εποχή της βιβλιοδέτησης τους. (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.