συντέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συντέλεια | οι | συντέλειες |
| γενική | της | συντέλειας | των | συντελειών |
| αιτιατική | τη | συντέλεια | τις | συντέλειες |
| κλητική | συντέλεια | συντέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντέλεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντέλεια (σημασία: ολοκλήρωση έως το τέλος περιόδου) < αρχαία σημασία: κοινή οικονομική εισφορά[1] → δείτε τις λέξεις συν και τέλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /sinˈde.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντέ‐λει‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
συντέλεια θηλυκό
- το τέλος στις εκφράσεις
- η συντέλεια του κόσμου
- (θρησκεία) η Δευτέρα Παρουσία
- πολύ κακές καιρικές συνθήκες, κοσμοχαλασιά
- για υπερβολικά τραγικοποιημένη αντιμετώπιση δυσάρεστου γεγονότος
- η συντέλεια των αιώνων
- (θρησκεία) η Δευτέρα Παρουσία
- έως το τέλος του χρόνου και πιο πολύ, υπερβολική διάρκεια χωρίς τέλος
- η συντέλεια του κόσμου
Μεταφράσεις
συντέλεια
|
|
Αναφορές
- συντέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συντέλειᾰ | αἱ | συντέλειαι |
| γενική | τῆς | συντελείᾱς | τῶν | συντελειῶν |
| δοτική | τῇ | συντελείᾳ | ταῖς | συντελείαις |
| αιτιατική | τὴν | συντέλειᾰν | τὰς | συντελείᾱς |
| κλητική ὦ! | συντέλειᾰ | συντέλειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντελείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συντελείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντέλεια, -ας θηλυκό
- (οικονομία) δημόσιος φόρος, κοινή εισφορά
- (ειδικότερα, στην Αρχαία Αθήνα) σώμα πολιτών που πλήρωναν τα έξοδα του στρατού
- κοινή προσπάθεια
- (ελληνιστική σημασία) ολοκλήρωση σχεδίου, χρόνου, σειράς γεγονότων
Συγγενικά
- συντελής & παράγωγα
- συντελῶ (συντελέω) & παράγωγα
Αναφορές
- συντέλεια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- συντέλεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συντέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.