κοσμοχαλασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμοχαλασιά | οι | κοσμοχαλασιές |
| γενική | της | κοσμοχαλασιάς | των | κοσμοχαλασιών |
| αιτιατική | την | κοσμοχαλασιά | τις | κοσμοχαλασιές |
| κλητική | κοσμοχαλασιά | κοσμοχαλασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοχαλασιά < κοσμο- + χαλασιά
Ουσιαστικό
κοσμοχαλασιά θηλυκό
- κακές καιρικές συνθήκες που προκαλούν καταστοφές
- (μεταφορικά) φασαρία, αναστάτωση, χαλασμός
Μεταφράσεις
κοσμοχαλασιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.