κοσμοχαλασιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμοχαλασιά οι κοσμοχαλασιές
      γενική της κοσμοχαλασιάς των κοσμοχαλασιών
    αιτιατική την κοσμοχαλασιά τις κοσμοχαλασιές
     κλητική κοσμοχαλασιά κοσμοχαλασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμοχαλασιά < κοσμο- + χαλασιά

Ουσιαστικό

κοσμοχαλασιά θηλυκό

  1. κακές καιρικές συνθήκες που προκαλούν καταστοφές
  2. (μεταφορικά) φασαρία, αναστάτωση, χαλασμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.