εισφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισφορά | οι | εισφορές |
| γενική | της | εισφοράς | των | εισφορών |
| αιτιατική | την | εισφορά | τις | εισφορές |
| κλητική | εισφορά | εισφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισφορά < αρχαία ελληνική εἰσφορά < εἰσφέρω < φέρω
Ουσιαστικό
εισφορά θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εισφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.