εισφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισφορά οι εισφορές
      γενική της εισφοράς των εισφορών
    αιτιατική την εισφορά τις εισφορές
     κλητική εισφορά εισφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισφορά < αρχαία ελληνική εἰσφορά < εἰσφέρω < φέρω

Ουσιαστικό

εισφορά θηλυκό

  1. οτιδήποτε εισφέρει ή δίνει κάποιος
  2. το χρηματικό ποσό που οφείλεται για κάποιο λόγο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.