συνημμένο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συνημμένο | τα | συνημμένα |
| γενική | του | συνημμένου | των | συνημμένων |
| αιτιατική | το | συνημμένο | τα | συνημμένα |
| κλητική | συνημμένο | συνημμένα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνημμένο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνημμένον ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συνημμένος < αρχαία ελληνική συνάπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.niˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νημ‐μέ‐νο
Ουσιαστικό
συνημμένο ουδέτερο
Μεταφράσεις
συνημμένο
Κλιτικός τύπος μετοχής
συνημμένο ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συνημμένος
Πηγές
- συνημμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνημμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.