attachement

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
attachement attachements

Ουσιαστικό

attachement (fr) αρσενικό

  1. η στοργή, η αφοσίωσηαγάπη
  2. η αναλυτική καταγραφή των έργων που εκτελεί καθημερινά μια κατασκευαστική εταιρεία
  3. η προσήλωση

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη attacher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.