attachement
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| attachement | attachements |
Ουσιαστικό
attachement (fr) αρσενικό
- η στοργή, η αφοσίωση,η αγάπη
- η αναλυτική καταγραφή των έργων που εκτελεί καθημερινά μια κατασκευαστική εταιρεία
- η προσήλωση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη attacher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.