αυτοσυνειδητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοσυνειδητοποιώ < αυτο- + συνειδητοποιώ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοσυνειδητοποιώ | αυτοσυνειδητοποιούσα | θα αυτοσυνειδητοποιώ | να αυτοσυνειδητοποιώ | αυτοσυνειδητοποιώντας | |
| β' ενικ. | αυτοσυνειδητοποιείς | αυτοσυνειδητοποιούσες | θα αυτοσυνειδητοποιείς | να αυτοσυνειδητοποιείς | (αυτοσυνειδητοποίει) | |
| γ' ενικ. | αυτοσυνειδητοποιεί | αυτοσυνειδητοποιούσε | θα αυτοσυνειδητοποιεί | να αυτοσυνειδητοποιεί | ||
| α' πληθ. | αυτοσυνειδητοποιούμε | αυτοσυνειδητοποιούσαμε | θα αυτοσυνειδητοποιούμε | να αυτοσυνειδητοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αυτοσυνειδητοποιείτε | αυτοσυνειδητοποιούσατε | θα αυτοσυνειδητοποιείτε | να αυτοσυνειδητοποιείτε | αυτοσυνειδητοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αυτοσυνειδητοποιούν(ε) | αυτοσυνειδητοποιούσαν(ε) | θα αυτοσυνειδητοποιούν(ε) | να αυτοσυνειδητοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοσυνειδητοποίησα | θα αυτοσυνειδητοποιήσω | να αυτοσυνειδητοποιήσω | αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αυτοσυνειδητοποίησες | θα αυτοσυνειδητοποιήσεις | να αυτοσυνειδητοποιήσεις | αυτοσυνειδητοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αυτοσυνειδητοποίησε | θα αυτοσυνειδητοποιήσει | να αυτοσυνειδητοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αυτοσυνειδητοποιήσαμε | θα αυτοσυνειδητοποιήσουμε | να αυτοσυνειδητοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοσυνειδητοποιήσατε | θα αυτοσυνειδητοποιήσετε | να αυτοσυνειδητοποιήσετε | αυτοσυνειδητοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοσυνειδητοποίησαν αυτοσυνειδητοποιήσαν(ε) |
θα αυτοσυνειδητοποιήσουν(ε) | να αυτοσυνειδητοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοσυνειδητοποιήσει | είχα αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχω αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχω αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοσυνειδητοποιήσει | είχες αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχεις αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχεις αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοσυνειδητοποιήσει | είχε αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχει αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχει αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοσυνειδητοποιήσει | είχαμε αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχουμε αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχουμε αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοσυνειδητοποιήσει | είχατε αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχετε αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχετε αυτοσυνειδητοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοσυνειδητοποιήσει | είχαν αυτοσυνειδητοποιήσει | θα έχουν αυτοσυνειδητοποιήσει | να έχουν αυτοσυνειδητοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
αυτοσυνειδητοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.