συνειδητοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνειδητοποιημένος | η | συνειδητοποιημένη | το | συνειδητοποιημένο |
| γενική | του | συνειδητοποιημένου | της | συνειδητοποιημένης | του | συνειδητοποιημένου |
| αιτιατική | τον | συνειδητοποιημένο | τη | συνειδητοποιημένη | το | συνειδητοποιημένο |
| κλητική | συνειδητοποιημένε | συνειδητοποιημένη | συνειδητοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνειδητοποιημένοι | οι | συνειδητοποιημένες | τα | συνειδητοποιημένα |
| γενική | των | συνειδητοποιημένων | των | συνειδητοποιημένων | των | συνειδητοποιημένων |
| αιτιατική | τους | συνειδητοποιημένους | τις | συνειδητοποιημένες | τα | συνειδητοποιημένα |
| κλητική | συνειδητοποιημένοι | συνειδητοποιημένες | συνειδητοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνειδητοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συνειδητοποιώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.