ασυνειδητοποίητα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ασυνειδητοποίητα
<
ασυνειδητοποίητος
+
-α
Επίρρημα
ασυνειδητοποίητα
(
λόγιο
)
με
ασυνειδητοποίητο
τρόπο
,
χωρίς
συνειδητοποίηση
Μεταφράσεις
ασυνειδητοποίητα
αγγλικά
:
unconsciously
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.