άρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άρχομαι, παθητική φωνή του ρήματος άρχω
- άρχομαι < αρχαία ελληνική ἄρχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐χο‐μαι
Ρήμα
άρχομαι, μτχ. ενεστ. αρχόμενος (χωρίς άλλους χρόνους)
- κυβερνιέμαι, κυριαρχούμαι από κάποιον
- (αμετάβατο) ξεκινώ, αρχίζω
- ※ Ἡ νέα μεθόριος, ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ Δουνάβεως πρὸς τὰ ἄνω τῆς Τουρτουκάιας, καταλήγει εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον νοτίως τῆς Ἐκρένας. (Συνθήκη του Βουκουρεστίου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.