συνεδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεδρία οι συνεδρίες
      γενική της συνεδρίας των συνεδριών
    αιτιατική τη συνεδρία τις συνεδρίες
     κλητική συνεδρία συνεδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνεδρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνεδρία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.