ανασυνδυασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασυνδυασμός οι ανασυνδυασμοί
      γενική του ανασυνδυασμού των ανασυνδυασμών
    αιτιατική τον ανασυνδυασμό τους ανασυνδυασμούς
     κλητική ανασυνδυασμέ ανασυνδυασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασυνδυασμός < ανασυνδυάζω + -μός < ανα- + συνδυάζω

Ουσιαστικό

ανασυνδυασμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.