ανασυνδυάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασυνδυάζω < ανα- + συνδυάζω

Ρήμα

ανασυνδυάζω

  • (σπάνιο) συνδυάζω εκ νέου [1] [2]
      είχα την ικανότητα να ανακαλώ δεδομένα και να τα ανασυνδυάζω με νέα για την επίλυση ενός προβλήματος (τύπος)
      συσκευή που ανασυνδυάζει έναν παλινδρομικό (δηλ. στηριζόμενο στη χρήση εμβόλου) κινητήρα με ποικίλο βοηθητικό εξοπλισμό (Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής της 19ης Οκτωβρίου 2011 με την οποία μια πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.6106 — Caterpillar/MWM) (2012/C 60/05) )

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.