συνδυαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνδυαστικός | η | συνδυαστική | το | συνδυαστικό |
| γενική | του | συνδυαστικού | της | συνδυαστικής | του | συνδυαστικού |
| αιτιατική | τον | συνδυαστικό | τη | συνδυαστική | το | συνδυαστικό |
| κλητική | συνδυαστικέ | συνδυαστική | συνδυαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνδυαστικοί | οι | συνδυαστικές | τα | συνδυαστικά |
| γενική | των | συνδυαστικών | των | συνδυαστικών | των | συνδυαστικών |
| αιτιατική | τους | συνδυαστικούς | τις | συνδυαστικές | τα | συνδυαστικά |
| κλητική | συνδυαστικοί | συνδυαστικές | συνδυαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνδυαστικός < συνδυάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική combinatoire)
Επίθετο
συνδυαστικός
Συγγενικά
- συνδυαστικά
- → δείτε τις λέξεις συνδυάζω, συν και δύο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.