combine

Αγγλικά (en)

ενεστώτας combine
γ΄ ενικό ενεστώτα combines
αόριστος combined
παθητική μετοχή combined
ενεργητική μετοχή combining

Ρήμα

combine (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδυάζω, ενώνονται για να σχηματίσουν ένα ενιαίο πράγμα ή ομάδα· ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα ή ομάδες μαζί για να σχηματίσουν ένα ενιαίο
    If you combine all those facts/all those details…
    Αν συνδυάσεις όλα αυτά τα γεγονότα/όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
  2. (μεταβατικό) συνδυάζω, έχω δύο ή περισσότερα διαφορετικά χαρακτηριστικά, βάζω δύο ή περισσότερα διαφορετικά πράγματα ή χαρακτηριστικά μαζί
    She combines beauty and intelligence.
    Συνδυάζει ομορφιά και εξυπνάδα.
  3. (μεταβατικό) συνδυάζω, κάνω δύο ή περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα
    I am combining work with pleasure.
    Συνδυάζω τη δουλειά με την ψυχαγωγία.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ταιριάζω, συνδυάζω, μαζεύονται για να δουλεύουν μαζί, συνδυάζω δύο πράγματα ή ομάδες έτσι ώστε να δουλεύουν μαζί
    The wallpaper combines well with the curtains.
    Η ταπετσαρία ταιριάζει με τις κουρτίνες.
    These two colors combine together nicely.
    Αυτά τα δυο χρώματα συνδυάζονται ωραία.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

combine (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.