συνοψίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνοψίζω < αρχαία ελληνική συνοψίζω
Ρήμα
συνοψίζω (παθητική φωνή: συνοψίζομαι)
- εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
- ↪ Mπορώ να συνοψίσω τις απόψεις μου στα εξής τρία σημεία
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνοψίζω | συνόψιζα | θα συνοψίζω | να συνοψίζω | συνοψίζοντας | |
| β' ενικ. | συνοψίζεις | συνόψιζες | θα συνοψίζεις | να συνοψίζεις | συνόψιζε | |
| γ' ενικ. | συνοψίζει | συνόψιζε | θα συνοψίζει | να συνοψίζει | ||
| α' πληθ. | συνοψίζουμε | συνοψίζαμε | θα συνοψίζουμε | να συνοψίζουμε | ||
| β' πληθ. | συνοψίζετε | συνοψίζατε | θα συνοψίζετε | να συνοψίζετε | συνοψίζετε | |
| γ' πληθ. | συνοψίζουν(ε) | συνόψιζαν συνοψίζαν(ε) |
θα συνοψίζουν(ε) | να συνοψίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνόψισα | θα συνοψίσω | να συνοψίσω | συνοψίσει | ||
| β' ενικ. | συνόψισες | θα συνοψίσεις | να συνοψίσεις | συνόψισε | ||
| γ' ενικ. | συνόψισε | θα συνοψίσει | να συνοψίσει | |||
| α' πληθ. | συνοψίσαμε | θα συνοψίσουμε | να συνοψίσουμε | |||
| β' πληθ. | συνοψίσατε | θα συνοψίσετε | να συνοψίσετε | συνοψίστε | ||
| γ' πληθ. | συνόψισαν συνοψίσαν(ε) |
θα συνοψίσουν(ε) | να συνοψίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνοψίσει | είχα συνοψίσει | θα έχω συνοψίσει | να έχω συνοψίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνοψίσει | είχες συνοψίσει | θα έχεις συνοψίσει | να έχεις συνοψίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνοψίσει | είχε συνοψίσει | θα έχει συνοψίσει | να έχει συνοψίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνοψίσει | είχαμε συνοψίσει | θα έχουμε συνοψίσει | να έχουμε συνοψίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνοψίσει | είχατε συνοψίσει | θα έχετε συνοψίσει | να έχετε συνοψίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνοψίσει | είχαν συνοψίσει | θα έχουν συνοψίσει | να έχουν συνοψίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.