εν ολίγοις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εν ολίγοις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν ὀλίγοις < μεσαιωνική ελληνική ἐν ὀλίγοις < ελληνιστική κοινή ἐν ὀλίγοις < αρχαία ελληνική ἐν ὀλίγοις < ἐν + ὀλίγοις (δοτική πληθυντικού του ὀλίγος)
Επίρρημα
εν ολίγοις
- (λόγιο) με λίγα λόγια, σύντομα
- ↪ Εν ολίγοις, αναφέρατε προτάσεις αποκατάστασης.
- πολυτονική γραφή: ἐν ὀλίγοις
Συνώνυμα
- διά βραχέων
- δι᾿ ολίγων
- εν συντομία
- εν περιλήψει
- κοντολογίς
- λακωνικώς
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- ολίγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολίγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.