συνελών

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συνελών συνελοῦσ τὸ συνελόν
      γενική τοῦ συνελόντος τῆς συνελούσης τοῦ συνελόντος
      δοτική τῷ συνελόντ τῇ συνελούσ τῷ συνελόντ
    αιτιατική τὸν συνελόντ τὴν συνελούσᾰν τὸ συνελόν
     κλητική ! συνελών συνελοῦσ συνελόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συνελόντες αἱ συνελοῦσαι τὰ συνελόντ
      γενική τῶν συνελόντων τῶν συνελουσῶν τῶν συνελόντων
      δοτική τοῖς συνελοῦσῐ(ν) ταῖς συνελούσαις τοῖς συνελοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς συνελόντᾰς τὰς συνελούσᾱς τὰ συνελόντ
     κλητική ! συνελόντες συνελοῦσαι συνελόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνελόντε τὼ συνελούσ τὼ συνελόντε
      γεν-δοτ τοῖν συνελόντοιν τοῖν συνελούσαιν τοῖν συνελόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

συνελών, -οῦσα, -όν

Εκφράσεις

  • ὡς συνελόντι εἰπεῖν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.