συνελών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συνελών | ἡ | συνελοῦσᾰ | τὸ | συνελόν |
| γενική | τοῦ | συνελόντος | τῆς | συνελούσης | τοῦ | συνελόντος |
| δοτική | τῷ | συνελόντῐ | τῇ | συνελούσῃ | τῷ | συνελόντῐ |
| αιτιατική | τὸν | συνελόντᾰ | τὴν | συνελούσᾰν | τὸ | συνελόν |
| κλητική ὦ! | συνελών | συνελοῦσᾰ | συνελόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συνελόντες | αἱ | συνελοῦσαι | τὰ | συνελόντᾰ |
| γενική | τῶν | συνελόντων | τῶν | συνελουσῶν | τῶν | συνελόντων |
| δοτική | τοῖς | συνελοῦσῐ(ν) | ταῖς | συνελούσαις | τοῖς | συνελοῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | συνελόντᾰς | τὰς | συνελούσᾱς | τὰ | συνελόντᾰ |
| κλητική ὦ! | συνελόντες | συνελοῦσαι | συνελόντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνελόντε | τὼ | συνελούσᾱ | τὼ | συνελόντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | συνελόντοιν | τοῖν | συνελούσαιν | τοῖν | συνελόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Εκφράσεις
- ὡς συνελόντι εἰπεῖν
Πηγές
- συναιρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συναιρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.