σύμπλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύμπλευση | οι | συμπλεύσεις |
| γενική | της | σύμπλευσης* | των | συμπλεύσεων |
| αιτιατική | τη | σύμπλευση | τις | συμπλεύσεις |
| κλητική | σύμπλευση | συμπλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συμπλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σύμπλευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.