στύλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στύλος οι στύλοι
      γενική του στύλου των στύλων
    αιτιατική τον στύλο τους στύλους
     κλητική στύλε στύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εργάτες σε στύλο ηλεκτροδότησης

Ετυμολογία

στύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στῦλος

Ουσιαστικό

στύλος αρσενικό

  1. το μακρύ και στενό αντικείμενο, κυλινδρικό ή ορθογώνιο, που στην κορυφή του στηρίζει κάτι
     συνώνυμα: κολόνα, δοκός
  2. (μεταφορικά) το στήριγμα
  3. (βοτανική) ένα μέρος από τον ύπερο του άνθους
  4. (ανατομία) ονομασία ανατομικών σχηματισμών

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.