στύλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στύλος | οι | στύλοι |
| γενική | του | στύλου | των | στύλων |
| αιτιατική | τον | στύλο | τους | στύλους |
| κλητική | στύλε | στύλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

εργάτες σε στύλο ηλεκτροδότησης
Ετυμολογία
- στύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στῦλος
Ουσιαστικό
στύλος αρσενικό
- το μακρύ και στενό αντικείμενο, κυλινδρικό ή ορθογώνιο, που στην κορυφή του στηρίζει κάτι
- (μεταφορικά) το στήριγμα
- (βοτανική) ένα μέρος από τον ύπερο του άνθους
- (ανατομία) ονομασία ανατομικών σχηματισμών
-
στύλος στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.