pole

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  • το κοντάρι, ο πάσσαλος, ο στύλος, η κολόνα
    Pole vaulting now uses plastic poles.
    Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια.
    I supported the plants with poles.
    Στήριξα τα φυτά με πασσάλους.
    a tent/telephone pole - στύλος τέντας/τηλεφώνου
    lamp poles - κολόνες φώτων

Σύνθετα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  1. (γεωγραφία) ο πόλος
    the North/South Pole - ο βόρειος/νότιος Πόλος
  2. (φυσική) ο πόλος
    magnetic poles - μαγνητικοί πόλοι
    positive/negative pole - θετικός/αρνητικός πόλος

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɔlɛ/
 

Ουσιαστικό

pole (pl) ουδέτερο

  1. χωράφι
  2. πεδίο
  3. περιοχή
  4. εμβαδόν

Συγγενικά



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

pole (sk) ουδέτερο



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pole (cs) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.