Στύγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Στύγα | ||
| γενική | της | Στύγας | ||
| αιτιατική | τη | Στύγα | ||
| κλητική | Στύγα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στύγα < αρχαία ελληνική Στύξ < στυγέω
Κύριο όνομα
Στύγα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνική μυθολογία) αρχέγονη χθόνια θεότητα, προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού στον Άδη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, μητέρα της Περσεφόνης, της Νίκης, του Κράτους και της Βίας
-
Στύγα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.