στριμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριμμένος η στριμμένη το στριμμένο
      γενική του στριμμένου της στριμμένης του στριμμένου
    αιτιατική τον στριμμένο τη στριμμένη το στριμμένο
     κλητική στριμμένε στριμμένη στριμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριμμένοι οι στριμμένες τα στριμμένα
      γενική των στριμμένων των στριμμένων των στριμμένων
    αιτιατική τους στριμμένους τις στριμμένες τα στριμμένα
     κλητική στριμμένοι στριμμένες στριμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στριμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στρίβω

Μετοχή

στριμμένος

  1. που έχει στριφτεί
    άλλες μορφές: στριφτός
     αντώνυμα: άστριφτος
  2. (μεταφορικά) που φέρεται δύστροπα ή ιδιότροπα
     συνώνυμα: ανάποδος, δύστροπος, ιδιότροπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.