στριφτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριφτός η στριφτή το στριφτό
      γενική του στριφτού της στριφτής του στριφτού
    αιτιατική τον στριφτό τη στριφτή το στριφτό
     κλητική στριφτέ στριφτή στριφτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριφτοί οι στριφτές τα στριφτά
      γενική των στριφτών των στριφτών των στριφτών
    αιτιατική τους στριφτούς τις στριφτές τα στριφτά
     κλητική στριφτοί στριφτές στριφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στριφτός < μεσαιωνική ελληνική στριφτός[1] [2] < στρίβω < αρχαία ελληνική στρέφω

Επίθετο

στριφτός, -ή, -ό

  1. που έχει στριφτεί
    άλλες μορφές: στριμμένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) στριφτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. στριφτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. στριφτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.