στοχασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοχασιά | οι | στοχασιές |
| γενική | της | στοχασιάς | των | στοχασιών |
| αιτιατική | τη | στοχασιά | τις | στοχασιές |
| κλητική | στοχασιά | στοχασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοχασιά < στόχασ(η) + -ιά < στοχάζομαι < αρχαία ελληνική στόχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /sto.xaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐χα‐σιά
Ουσιαστικό
στοχασιά θηλυκό
Συγγενικά
- αστοχασιά
- βαθοστοχασιά
- στόχαση
- στοχασμός
- στοχαστής
- στοχαστικός
→ και δείτε τη λέξη στοχάζομαι
Μεταφράσεις
στοχασιά
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
ΣτΕ: με σημείωση «χωρίς πληθυντικό» - λήγουν σε -στοχασιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.