σύννοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύννοια οι σύννοιες
      γενική της σύννοιας των συννοιών
    αιτιατική τη σύννοια τις σύννοιες
     κλητική σύννοια σύννοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύννοια < αρχαία ελληνική σύννοια < σύννους

Ουσιαστικό

σύννοια θηλυκό

  1. βαθιά σκέψη
  2. κατήφεια, σκυθρωπότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.