απόθεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόθεμα τα αποθέματα
      γενική του αποθέματος των αποθεμάτων
    αιτιατική το απόθεμα τα αποθέματα
     κλητική απόθεμα αποθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόθεμα < αποθέτω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépôt)

Ουσιαστικό

απόθεμα ουδέτερο

  • αυτό που βαθμηδόν συντελείται με απόθεση
    1. μια ποσότητα αγαθών (εμπορευμάτων ή χρημάτων), που έχουν φυλαχτεί για μελλοντική χρήση
    2. δυνάμεις, σωματικές ή ψυχικές, που έχει ακόμη κάποιος ώστε να συνεχίσει μια επίπονη προσπάθεια
    3. (γεωλογία) πετρώματα που σχηματίζονται με την επίδραση του ανέμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.