απόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόθεμα | τα | αποθέματα |
| γενική | του | αποθέματος | των | αποθεμάτων |
| αιτιατική | το | απόθεμα | τα | αποθέματα |
| κλητική | απόθεμα | αποθέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόθεμα < αποθέτω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépôt)
Ουσιαστικό
απόθεμα ουδέτερο
Συγγενικά
- αποθεματικό
- αποθεματικός
- αποθεματοποίηση
- αποθεματοποιώ
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω, από και θέτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.