στοκ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
στοκ
<
αγγλική
stock
Ουσιαστικό
στοκ
ουδέτερο
άκλιτο
απόθεμα
,
παρακαταθήκη
Συγγενικά
στοκάρισμα
στοκάρω
στοκατζήδικο
Μεταφράσεις
στοκ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.