ξεστοκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεστοκάρω < ξε- + στοκάρω < στοκ + -άρω < αγγλική stock < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ξεστοκάρισμα
- → δείτε τη λέξη στοκ
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
ξεστοκάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.