στολκάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στολκάρω < στολκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk

Ρήμα

στολκάρω, αόρ.: στόλκαρα/στολκάρισα, παθ.φωνή: στολκάρομαι, π.αόρ.: στολκαρίστηκα, μτχ.π.π.: στολκαρισμένος

 συνώνυμα: παρακολουθώ, κατασκοπεύω, κυνηγάω

Συγγενικά

  • στολκάρισμα, σταλκάρισμα, στοκάρισμα
  • στολκ, σταλκ, στοκ
  • στόλκερ, στάλκερ, στόκερ

Κλίση

Μεταφράσεις

Σημειώσεις

  • το λ στη λέξη δεν προφέρεται στην πρωτότυπη γλώσσα απ' όπου δανείστηκε, καθιστώντας έτσι αυτήν τη μορφή ως μισό οπτικό δάνειο και μισό ακουστικό δάνειο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.