σταλκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταλκάρω < σταλκ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk
Συγγενικά
- στολκάρισμα, σταλκάρισμα, στοκάρισμα
- στολκ, σταλκ, στοκ
- στόλκερ, στάλκερ, στόκερ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταλκάρω | στάλκαρα | θα σταλκάρω | να σταλκάρω | σταλκάροντας | |
| β' ενικ. | σταλκάρεις | στάλκαρες | θα σταλκάρεις | να σταλκάρεις | στάλκαρε | |
| γ' ενικ. | σταλκάρει | στάλκαρε | θα σταλκάρει | να σταλκάρει | ||
| α' πληθ. | σταλκάρουμε | σταλκάραμε | θα σταλκάρουμε | να σταλκάρουμε | ||
| β' πληθ. | σταλκάρετε | σταλκάρατε | θα σταλκάρετε | να σταλκάρετε | σταλκάρετε | |
| γ' πληθ. | σταλκάρουν(ε) | στάλκαραν σταλκάραν(ε) |
θα σταλκάρουν(ε) | να σταλκάρουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σταλκάρισα | θα σταλκαρίσω | να σταλκαρίσω | σταλκαρίσει | ||
| β' ενικ. | σταλκάρισες | θα σταλκαρίσεις | να σταλκαρίσεις | σταλκάρισε | ||
| γ' ενικ. | σταλκάρισε | θα σταλκαρίσει | να σταλκαρίσει | |||
| α' πληθ. | σταλκαρίσαμε | θα σταλκαρίσουμε | να σταλκαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | σταλκαρίσατε | θα σταλκαρίσετε | να σταλκαρίσετε | σταλκαρίστε | ||
| γ' πληθ. | σταλκάρισαν σταλκαρίσαν(ε) |
θα σταλκαρίσουν(ε) | να σταλκαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σταλκαρίσει | είχα σταλκαρίσει | θα έχω σταλκαρίσει | να έχω σταλκαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σταλκαρίσει | είχες σταλκαρίσει | θα έχεις σταλκαρίσει | να έχεις σταλκαρίσει | έχε σταλκαρισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει σταλκαρίσει | είχε σταλκαρίσει | θα έχει σταλκαρίσει | να έχει σταλκαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταλκαρίσει | είχαμε σταλκαρίσει | θα έχουμε σταλκαρίσει | να έχουμε σταλκαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σταλκαρίσει | είχατε σταλκαρίσει | θα έχετε σταλκαρίσει | να έχετε σταλκαρίσει | έχετε σταλκαρισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν σταλκαρίσει | είχαν σταλκαρίσει | θα έχουν σταλκαρίσει | να έχουν σταλκαρίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σταλκαρισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σταλκαρισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σταλκαρισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σταλκαρισμένο | |||||
Μεταφράσεις
σταλκάρω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.