στιλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιλιστικός | η | στιλιστική | το | στιλιστικό |
| γενική | του | στιλιστικού | της | στιλιστικής | του | στιλιστικού |
| αιτιατική | τον | στιλιστικό | τη | στιλιστική | το | στιλιστικό |
| κλητική | στιλιστικέ | στιλιστική | στιλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιλιστικοί | οι | στιλιστικές | τα | στιλιστικά |
| γενική | των | στιλιστικών | των | στιλιστικών | των | στιλιστικών |
| αιτιατική | τους | στιλιστικούς | τις | στιλιστικές | τα | στιλιστικά |
| κλητική | στιλιστικοί | στιλιστικές | στιλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στιλιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stylistique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stylistic < style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-
Επίθετο
στιλιστικός
- που έχει σχέση με το στιλ ή τον στιλίστα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) στιλιστική: η υφολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- στιλιστικά
- στιλιστική
- → δείτε τη λέξη στιλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.