στιλιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στιλιστικά < στιλιστικός + -ά
Μεταφράσεις
στιλιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
στιλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.