στιλίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιλίστας οι στιλίστες
      γενική του στιλίστα των στιλιστών
    αιτιατική τον στιλίστα τους στιλίστες
     κλητική στιλίστα στιλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιλίστας < ιταλική stilista[1] [2] ή γαλλική styliste[2] < ιταλική stile / γαλλική style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-

Ουσιαστικό

στιλίστας αρσενικό (θηλυκό στιλίστρια)

  1. σύμβουλος επί θεμάτων στιλ, αισθητικής, δημόσιας εικόνας κ.λπ.
  2. συγγραφέας με αναγνωρίσιμο και καλοδουλεμένο στιλ / ύφος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη στιλ

Μεταφράσεις

  1. στιλίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στιλίστας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.