στιλίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στιλίστας | οι | στιλίστες |
| γενική | του | στιλίστα | των | στιλιστών |
| αιτιατική | τον | στιλίστα | τους | στιλίστες |
| κλητική | στιλίστα | στιλίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
στιλίστας αρσενικό (θηλυκό στιλίστρια)
- σύμβουλος επί θεμάτων στιλ, αισθητικής, δημόσιας εικόνας κ.λπ.
- συγγραφέας με αναγνωρίσιμο και καλοδουλεμένο στιλ / ύφος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στιλ
Μεταφράσεις
- στιλίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στιλίστας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.