υφολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υφολογία | οι | υφολογίες |
| γενική | της | υφολογίας | των | υφολογιών |
| αιτιατική | την | υφολογία | τις | υφολογίες |
| κλητική | υφολογία | υφολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υφολογία θηλυκό
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.