υφολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφολογία οι υφολογίες
      γενική της υφολογίας των υφολογιών
    αιτιατική την υφολογία τις υφολογίες
     κλητική υφολογία υφολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφολογία < ύφο(ς) + -λογία

Ουσιαστικό

υφολογία θηλυκό

  1. (φιλολογία, ψυχολογία) η μελέτη του ύφους των λέξεων, των εκφράσεων, των ενεργειών
  2. (τεχνολογία υλικών) η μελέτη της υφής

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.