υφολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υφολογικός | η | υφολογική | το | υφολογικό |
| γενική | του | υφολογικού | της | υφολογικής | του | υφολογικού |
| αιτιατική | τον | υφολογικό | την | υφολογική | το | υφολογικό |
| κλητική | υφολογικέ | υφολογική | υφολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υφολογικοί | οι | υφολογικές | τα | υφολογικά |
| γενική | των | υφολογικών | των | υφολογικών | των | υφολογικών |
| αιτιατική | τους | υφολογικούς | τις | υφολογικές | τα | υφολογικά |
| κλητική | υφολογικοί | υφολογικές | υφολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υφολογικός < υφολογία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stylistique ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stylistic)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υφολογικός
|
Πηγές
- υφολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υφολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υφολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.