στεναχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στεναχωρώ < στενοχωρώ με τροπή [o] > [a] κατά το στενάχωρος [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.na.xoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στεναχωρώ

Ρήμα

στεναχωρώ, -είς..., πρτ.: στενοχωρούσα, αόρ.: στεναχώρησα/στεναχώρεσα, παθ.φωνή: στεναχωριέμαι/στεναχωρούμαι, π.αόρ.: στεναχωρήθηκα, μτχ.π.π.: στεναχωρημένος/στεναχωρεμένος

Συγγενικά

θέμα με στεναχωρ-

 και δείτε τη λέξη στενάχωρος θέμα με στενοχωρ-

Κλίση

λείπει η κλίση με διπλό αόριστο, διπλή μετοχή
Με τύπους στεναχώρησα, στεναχωρήθηκα, στενοχωρημένος:

Με τύπους στεναχώρεσα, στεναχωρέθηκα, στεναχωρεμένος

  • ...

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στενοχωρώ, στεναχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στενοχωρώ (σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.